Logo
Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η γειτονιά της Ειλένκως, κοντά στο ποτάμι, στον Ερυθροπόταμο, στο μυθιστόρημα της Χρυσούλας Ψιμούλη «Τον Απρίλη χωρίς στέφανα»

Psimouli 1

Χρυσούλα  Ψιμούλη

«ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΗ ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΑ»

Η γειτονιά του ποταμού

Η γειτονιά της Ειλένκως ήταν κοντά στο ποτάμι. Οι άνθρωποι φτωχοί. Οι πιο πολλοί περιβολάρηδες που είχαν τους μπαξέδες τους εκεί κοντά, στην απέναντι όχθη του ποταμού. Οι αυλές των σπιτιών τους ήταν γεμάτες από ξέζευτα κάρα, ζώα και λογής λογής γεννήματα. Ξερά καλαμποκόφυλλα, μεγάλες γλυκοκολοκύθες, καρπούζια, μπάλες από χορτάρι. Ψηλά στην άκρη του λόφου, έφταναν κρεμασμένα στους βράχους τα τελευταία χαλάσματα του Κάστρου και μέσα από κείνα ξεπρόβαλλε επιβλητικό το καμπαναριό του Αη Σωτήρα με  τη μεγάλη μολυβένια καμπάνα. Κτυπούσε δυνατά, βυζαντινά.

……………

Εκεί που άρχιζε ο δρόμος για τις ταμπάνες ήταν ο γυφτομαχαλάς. Τα σπίτια του δίπλα στο ποτάμι. Μικρά, κτισμένα πρόχειρα και βαμμένα πολύχρωμα. Γαλάζια, καφετιά, κίτρινα, ροζ. Ένας μαχαλάς χαρούμενος, με πολλά παιδιά, άκακους μικροκαυγάδες κι ατέλειωτα τραγούδια. Οι περισσότεροι κατσίβελοι ήτανε ψαράδες στο ποτάμι, και στέκι τους καλό για τις ώρες της ανάπαυσης ο «Ταρσανάς», το καφενείο του Χαρίτου. Δίπλα στο ποτάμι κι αυτό. Χρόνια εκεί ριζωμένο. Στην τσιμεντένια βεραντούλα του, ξεφόρτωναν κάθε πρωί τα ψάρια τoυς οι ρωμιόγυφτοι ψαράδες. Σαζάνια, γουλιανοί, λαυράκια ποταμίσια. Η Φωτούλα άκουγε το θόρυβο που έκαναν οι ποταμόβαρκες γυρίζοντας απ’ το ψάρεμα. Ξεχώριζε τη φωνή του Καραφύλλη. Τραγουδούσε όμορφα. «Ο Καραφύλλης είναι», έλεγε. «Πηγαίνει στον ²Ταρσανά²». Πέταγε από πάνω της τα στρωσίδια, σηκωνόταν γρήγορα απ’ το παλιοσυντίρι της κι έτσι άνιφτη όπως ήταν έπαιρνε το δρόμο για το καφενείο του Χαρίτου. Έτρεχε χαρούμενη δίπλα δίπλα με το ποτάμι για να φτάσει τη βάρκα του. Κι έδερνε ο πρωινιάτικος αγέρας τα κοκκινισμένα της μάγουλα κι απλώνονταν τα μακριά μαλλιά της σαν σύννεφο δακτυλιδένιο. «Καραφύλληηη, Καραφύλληηη, έρχομαι», φώναζε και βούλιαζαν τα γυμνά ποδαράκια στη μουσκεμένη ακροποταμιά αφήνοντας πίσω της τα χνάρια της μικρής πατημασιάς της. Όταν έφτανε λαχανιασμένη στον «Ταρσανά», τα ψάρια σπαρταρούσαν ζωντανά ακόμα πάνω στο τσιμέντο της βεραντούλας του. Ύστερα έπαιρναν το δρόμο για τα ψαρομάγαζα του Κουκουρίκα και του Μαργαρίτη. Τα μικρά περασμένα σε βούρλα, τα μεγαλύτερα αραδιασμένα σε κάτι παλιές ψαροκασέλες. Ο κυρ Χαρίτος με το παντελόνι του πεσμένο χαμηλά, κάτω απ’ τη φουσκωμένη κοιλιά του, στεκόταν όρθιος, μπροστά απ’ την πόρτα του καφενείου και με ύφος εποπτικό, σαν παραποτάμιος λιμενάρχης, παρακολουθούσε τη διαδικασία της δημοπρασίας. Τα αγουροξυπνημένα της μάτια σπίθιζαν,  βλέποντας τα ψάρια να προσπαθούν απελπισμένα κτυπήματα να επιζήσουν έξω απ’ το γλυκόνερο βασίλειό τους.

FaLang translation system by Faboba
Δήμος Διδυμοτείχου